μικροπαράβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροπαράβαση | οι | μικροπαραβάσεις |
γενική | της | μικροπαράβασης* | των | μικροπαραβάσεων |
αιτιατική | τη | μικροπαράβαση | τις | μικροπαραβάσεις |
κλητική | μικροπαράβαση | μικροπαραβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροπαραβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμικροπαράβαση θηλυκό
- (νομικός όρος) η μικρή σε σημασία ή επιπτώσεις παράβαση
Συγγενικά
επεξεργασία- μικροπαραβάτης (συνήθως στον πληθυντικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροπαράβαση
|