μικροπίστωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροπίστωση | οι | μικροπιστώσεις |
γενική | της | μικροπίστωσης* | των | μικροπιστώσεων |
αιτιατική | τη | μικροπίστωση | τις | μικροπιστώσεις |
κλητική | μικροπίστωση | μικροπιστώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροπιστώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπίστωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπίστωση
|