↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροοικοδόμηση οι μικροοικοδομήσεις
      γενική της μικροοικοδόμησης* των μικροοικοδομήσεων
    αιτιατική τη μικροοικοδόμηση τις μικροοικοδομήσεις
     κλητική μικροοικοδόμηση μικροοικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροοικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροοικοδόμηση < μικρο- + οικοδόμηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροοικοδόμηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία