Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροοικοδόμηση οι μικροοικοδομήσεις
      γενική της μικροοικοδόμησης* των μικροοικοδομήσεων
    αιτιατική τη μικροοικοδόμηση τις μικροοικοδομήσεις
     κλητική μικροοικοδόμηση μικροοικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροοικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροοικοδόμηση < μικρο- + οικοδόμηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροοικοδόμηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία