μικροεπιχείρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροεπιχείρηση | οι | μικροεπιχειρήσεις |
γενική | της | μικροεπιχείρησης* | των | μικροεπιχειρήσεων |
αιτιατική | τη | μικροεπιχείρηση | τις | μικροεπιχειρήσεις |
κλητική | μικροεπιχείρηση | μικροεπιχειρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροεπιχειρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροεπιχείρηση < μικρο- + επιχείρηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροεπιχείρηση θηλυκό
- (οικονομία) επιχείρηση με μικρό κύκλο εργασιών, μικρό κεφάλαιο και λίγα κέρδη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροεπιχείρηση
|