Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροδιαφοροποίηση οι μικροδιαφοροποιήσεις
      γενική της μικροδιαφοροποίησης* των μικροδιαφοροποιήσεων
    αιτιατική τη μικροδιαφοροποίηση τις μικροδιαφοροποιήσεις
     κλητική μικροδιαφοροποίηση μικροδιαφοροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροδιαφοροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροδιαφοροποίηση < μικρο- + διαφοροποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροδιαφοροποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία