Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροβιαιμία οι μικροβιαιμίες
      γενική της μικροβιαιμίας των μικροβιαιμιών
    αιτιατική τη μικροβιαιμία τις μικροβιαιμίες
     κλητική μικροβιαιμία μικροβιαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροβιαιμία < μικρόβι(ο) + αίμ(α) + -ία, απόδοση για την αγγλική bacteraemia[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροβιαιμία θηλυκό

  • η εμφάνιση μικροβίων στο κυκλοφορικό σύστημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)