Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικκύλιο τα μικκύλια
      γενική του μικκυλίου
μικκύλιου
των μικκυλίων
    αιτιατική το μικκύλιο τα μικκύλια
     κλητική μικκύλιο μικκύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικκύλιο < αγγλική micelle < λατινική mica

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικκύλιο ουδέτερο

  • (χημεία) σωματίδιο κολλοειδούς μεγέθους που σχηματίζεται από τη σύζευξη μορίων ή ιόντων, τα οποία έχουν ένα υδρόφιλο και ένα υδρόφοβο άκρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία