μικκύλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικκύλιο ουδέτερο
- (χημεία) σωματίδιο κολλοειδούς μεγέθους που σχηματίζεται από τη σύζευξη μορίων ή ιόντων, τα οποία έχουν ένα υδρόφιλο και ένα υδρόφοβο άκρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μικκύλιο στη Βικιπαίδεια