Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικάδος οι μικάδοι
      γενική του μικάδου των μικάδων
    αιτιατική τον μικάδο τους μικάδους
     κλητική μικάδε μικάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικάδος < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική ή γαλλική mikado + < ιαπωνική 御門 (mikado) < (σεβαστός) + (πύλη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈka.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κά‐δος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικάδος αρσενικό

  • ο τίτλος του ιαπωνικού αυτοκράτορα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία