μικάδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μικάδος | οι | μικάδοι |
γενική | του | μικάδου | των | μικάδων |
αιτιατική | τον | μικάδο | τους | μικάδους |
κλητική | μικάδε | μικάδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικάδος < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική ή γαλλική mikado + -ς < ιαπωνική 御門 (mikado) < 御 (σεβαστός) + 門 (πύλη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈka.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κά‐δος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικάδος αρσενικό
- ο τίτλος του ιαπωνικού αυτοκράτορα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικάδος
|
Πηγές επεξεργασία
- μικάδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας