μιζαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.zaˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐ζα‐δό‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιζαδόρος αρσενικό (θηλυκό μιζαδόρα)
- (κακόσημο) αυτός που ανταμείβεται με μίζες για τις ύποπτες ή παρασκηνιακές εκδουλεύσεις που προσφέρει για τη διενέργεια συναλλαγών[2]
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιζαδόρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.