↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιζαδόρα οι μιζαδόρες
      γενική της μιζαδόρας των μιζαδόρων
    αιτιατική τη μιζαδόρα τις μιζαδόρες
     κλητική μιζαδόρα μιζαδόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μιζαδόρα < μιζαδόρος + κατάληξη θηλυκού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιζαδόρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μιζαδόρος

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.