μηχανοτρονική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηχανοτρονική | ||
γενική | της | μηχανοτρονικής | ||
αιτιατική | τη | μηχανοτρονική | ||
κλητική | μηχανοτρονική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηχανοτρονική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mechatronics < mechanics + electronics < αρχαία ελληνική μηχανή + ἤλεκτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηχανοτρονική θηλυκό
- (νεολογισμός) ο συνδυασμός των επιστημών της μηχανολογίας, ηλεκτρονικής–ηλεκτρολογίας και πληροφορικής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηχανοτρονική
|