↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλόκλαδο τα μηλόκλαδα
      γενική του μηλόκλαδου των μηλόκλαδων
    αιτιατική το μηλόκλαδο τα μηλόκλαδα
     κλητική μηλόκλαδο μηλόκλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηλόκλαδο < μήλο + κλάδος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηλόκλαδο ουδέτερο, πληθυντικός μηλόκλαδα

  1. κλάδος μηλιάς
    το μηλόκλαδο και ιδιαίτερα το διχαλωτό ανθοφόρο στην ελληνική λαογραφία έχει χαρακτήρα ερωτικού φίλτρου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία