μηλαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηλαράκι | τα | μηλαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μηλαράκι | τα | μηλαράκια |
κλητική | μηλαράκι | μηλαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηλαράκι < υποκοριστικό του μήλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλαράκι ουδέτερο
- μικρό μήλο
- (γαστρονομία): γλυκό του κουταλιού από μήλο
- πόντος σε παιχνίδια, ή σε αγορά - κατανάλωση προϊόντων
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλαράκι
|