Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηλέμπορος οι μηλέμποροι
      γενική του μηλέμπορου
μηλεμπόρου
των μηλέμπορων
μηλεμπόρων
    αιτιατική τον μηλέμπορο τους μηλέμπορους
μηλεμπόρους
     κλητική μηλέμπορε μηλέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλέμπορος < μήλ(α) + -έμπορος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλέμπορος, αρσενικό, πληθυντικός μηλέμποροι

  • (επάγγελμα) αυτός που εμπορεύεται μήλα, κυρίως στο χονδρικό εμπόριο εσωτερικού ή εξωτερικού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία