μηλοπράτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηλοπράτης < μεσαιωνική ελληνική μήλο + -πράτης < αρχαία ελληνική πιπράσκω (= πουλώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλοπράτης αρσενικό, πληθυντικός μηλοπράτες
- (επάγγελμα) ο έμπορος μήλων. ο μηλέμπορος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλοπράτης
|