καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετωπικότης αἱ μετωπικότητες
      γενική τῆς μετωπικότητος τῶν μετωπικοτήτων
      δοτική τῇ μετωπικότητι ταῖς μετωπικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν μετωπικότητα τὰς μετωπικότητας
     κλητική ! μετωπικότης μετωπικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετωπικότης < μετωπικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετωπικότης θηλυκό