μετωπικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετωπικότης | αἱ | μετωπικότητες | ||||
γενική | τῆς | μετωπικότητος | τῶν | μετωπικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μετωπικότητι | ταῖς | μετωπικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μετωπικότητα | τὰς | μετωπικότητας | ||||
κλητική ὦ! | μετωπικότης | μετωπικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετωπικότης < μετωπικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετωπικότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .