μετοχολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετοχολόγιο | τα | μετοχολόγια |
γενική | του | μετοχολόγιου & μετοχολογίου |
των | μετοχολόγιων & μετοχολογίων |
αιτιατική | το | μετοχολόγιο | τα | μετοχολόγια |
κλητική | μετοχολόγιο | μετοχολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετοχολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος κατόχων μετοχών εταιρείας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετοχολόγιο
|