Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετατρυγικό τα μετατρυγικά
      γενική του μετατρυγικού των μετατρυγικών
    αιτιατική το μετατρυγικό τα μετατρυγικά
     κλητική μετατρυγικό μετατρυγικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατρυγικό < μετα- + τρυγικό (οξύ) < τρυγία

  Επίθετο επεξεργασία

μετατρυγικό

  • (χημεία) που προκύπτει από την επεξεργασία του τρυγικού (οξέως)
    Το μετατρυγικό οξύ είναι προϊόν θέρμανσης του τρυγικού οξέος στους 750°C (Αργύρης Τσακίρης, Οινολογία, από το σταφύλι στο κρασί, έκδ. Τρόφιμα και Ποτά, 1988, σελ. 143)

  Μεταφράσεις επεξεργασία