Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετασεισμικότητα οι μετασεισμικότητες
      γενική της μετασεισμικότητας των μετασεισμικοτήτων
    αιτιατική τη μετασεισμικότητα τις μετασεισμικότητες
     κλητική μετασεισμικότητα μετασεισμικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετασεισμικότητα < μετασεισμικός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετασεισμικότητα θηλυκό

  • (σπάνιο) η μετασεισμική ακολουθία
    ※  Καθησυχαστικοί εμφανίζονται οι επιστήμονες μετά τα 5,1 Ρίχτερ της Τετάρτης, εκτιμώντας ότι δεν συνδέονται με το ρήγμα της Αταλάντης, το οποίο στο παρελθόν είχε δώσει εξαιρετικά φονικούς σεισμούς. Σε φθίνουσα πορεία η μετασεισμικότητα, ενώ συνεχίζονται οι έλεγχοι των Αρχών στα κτίρια. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία