Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεταμόσχευσῐς αἱ μεταμοσχεύσεις
      γενική τῆς μεταμοσχεύσεως τῶν μεταμοσχεύσεων
      δοτική τῇ μεταμοσχεύσει ταῖς μεταμοσχεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μεταμόσχευσῐν τὰς μεταμοσχεύσεις
     κλητική ! μεταμόσχευσῐ μεταμοσχεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταμοσχεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταμοσχευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταμόσχευσις < μεταμοσχεύ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε μετα- + μόσχευσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μεταμόσχευση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταμόσχευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία