μεταμόσχευσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μεταμόσχευσῐς | αἱ | μεταμοσχεύσεις | ||||
γενική | τῆς | μεταμοσχεύσεως | τῶν | μεταμοσχεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | μεταμοσχεύσει | ταῖς | μεταμοσχεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μεταμόσχευσῐν | τὰς | μεταμοσχεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | μεταμόσχευσῐ | μεταμοσχεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταμοσχεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταμοσχευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταμόσχευσις < μεταμοσχεύ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε μετα- + μόσχευσις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μεταμόσχευση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταμόσχευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μεταμόσχευσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταμόσχευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.