μεταβάπτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταβάπτισμα < μεσαιωνική ελληνική μεταβαπτίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταβάπτισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταβαπτίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταβάπτισμα
|