↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερσίνα οι μερσίνες
      γενική της μερσίνας των μερσινών
    αιτιατική τη μερσίνα τις μερσίνες
     κλητική μερσίνα μερσίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μερσίνα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meɾˈsi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μερ‐σί‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερσίνα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερσίνα θηλυκό