Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μελανότης αἱ μελανότητες
      γενική τῆς μελανότητος τῶν μελανοτήτων
      δοτική τῇ μελανότητ ταῖς μελανότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μελανότητ τὰς μελανότητᾰς
     κλητική ! μελανότης μελανότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελανότητε
γεν-δοτ τοῖν  μελανοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελανότης < μελαν(ός) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελανότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία