Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυράδα οι μαυράδες
      γενική της μαυράδας των μαυράδων
    αιτιατική τη μαυράδα τις μαυράδες
     κλητική μαυράδα μαυράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυράδα < μαύρ(ος) +-άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυράδα θηλυκό

  • η μουντάδα, η μαυρίλα κυριολεκτικά και μεταφορικά
    Έχεις μια μαυράδα στο χέρι (π.χ. από στιλό)
    Έχει μαυράδα ο ουρανός

  Μεταφράσεις επεξεργασία