Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μειορρύθμιση οι μειορρυθμίσεις
      γενική της μειορρύθμισης των μειορρυθμίσεων
    αιτιατική τη μειορρύθμιση τις μειορρυθμίσεις
     κλητική μειορρύθμιση μειορρυθμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειορρύθμιση (νεολογισμός) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μειορρύθμιση θηλυκό

  • (ιατρική, κυτταρική λειτουργία) ελάττωση της κυτταρικής δραστηριότητας, της παραγωγής πρωτεϊνών και της μεταγραφής RNA

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία