downregulation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
downregulation | downregulations |
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (ιατρική, κυτταρική λειτουργία) μειορρύθμιση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- downregulation στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
downregulation | downregulations |