↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυξορρύθμιση οι αυξορρυθμίσεις
      γενική της αυξορρύθμισης των αυξορρυθμίσεων
    αιτιατική την αυξορρύθμιση τις αυξορρυθμίσεις
     κλητική αυξορρύθμιση αυξορρυθμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυξορρύθμιση (νεολογισμός) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυξορρύθμιση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία