μεθυστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεθυστής | οι | μεθυστές |
γενική | του | μεθυστή | των | μεθυστών |
αιτιατική | τον | μεθυστή | τους | μεθυστές |
κλητική | μεθυστή | μεθυστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθυστής < ελληνιστική κοινή μεθυστής < αρχαία ελληνική μεθύω < μέθῠ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεθυστής αρσενικό (θηλυκό μεθύστρα)
- (σπάνιο, λόγιο) άλλη μορφή του μέθυσος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεθυστής
|