Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγεθυντής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μεγεθυντ
ής
οι
μεγεθυντ
ές
γενική
του
μεγεθυντ
ή
των
μεγεθυντ
ών
αιτιατική
τον
μεγεθυντ
ή
τους
μεγεθυντ
ές
κλητική
μεγεθυντ
ή
μεγεθυντ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγεθυντής
<
μεγεθύνω
+
-τής
((
μεταφραστικό δάνειο
) (
αγγλικά
)
magnifier
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγεθυντής
αρσενικό
συσκευή
που συντελεί ή συμβάλλει στη
μεγέθυνση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μεγεθύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγεθυντής
αγγλικά
:
magnifier
(en)