μεγεθυντής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγεθυντής < μεγεθύνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) magnifier)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγεθυντής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεγεθύνω
μεγεθυντής αρσενικό