μεγεθολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεγεθολόγιο | τα | μεγεθολόγια |
γενική | του | μεγεθολόγιου & μεγεθολογίου |
των | μεγεθολόγιων & μεγεθολογίων |
αιτιατική | το | μεγεθολόγιο | τα | μεγεθολόγια |
κλητική | μεγεθολόγιο | μεγεθολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγεθολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος με μεγέθη, συνήθως ρούχων
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγεθολόγιο
|