μεγαλοϊδιοκτήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοϊδιοκτήτης < μεγαλο- + ιδιοκτήτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοϊδιοκτήτης αρσενικό
- αυτός που έχει στην ιδιοκτησία του πολλά ακίνητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοϊδιοκτήτης
|