μεγαλοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοψυχία < αρχαία ελληνική μεγαλοψυχία < μεγαλόψυχος < μέγας + ψυχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοψυχία θηλυκό
- το να είναι κάποιος μεγαλόψυχος καθώς και οι σχετικές του ενέργειες και πράξεις
Συγγενικά
επεξεργασία- μεγαλόψυχα
- μεγαλόψυχος
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και ψυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοψυχία