μεγαλορρημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγαλορρημοσύνη < (ελληνιστική κοινή) μεγαλορρημοσύνη < μεγαλορρήμ(ων) + -οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλορρημοσύνη θηλυκό
- τα μεγάλα λόγια, οι καυχησιολογίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλορρημοσύνη
|