μεγαλοοφειλέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοοφειλέτης (νεολογισμός) < μεγαλο- + οφειλέτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοοφειλέτης αρσενικό (θηλυκό μεγαλοοφειλέτρια)
- (νεολογισμός) αυτός που χρωστά πολλά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοοφειλέτης
|
Πηγές
επεξεργασία- μεγαλοοφειλέτης - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr