μεγαλομέτοχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεγαλομέτοχος | οι | μεγαλομέτοχοι |
γενική | του | μεγαλομέτοχου & μεγαλομετόχου |
των | μεγαλομέτοχων & μεγαλομετόχων |
αιτιατική | τον | μεγαλομέτοχο | τους | μεγαλομέτοχους & μεγαλομετόχους |
κλητική | μεγαλομέτοχε | μεγαλομέτοχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλομέτοχος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλομέτοχος
|