Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεατοτομή οι μεατοτομές
      γενική της μεατοτομής των μεατοτομών
    αιτιατική τη μεατοτομή τις μεατοτομές
     κλητική μεατοτομή μεατοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεατοτομή < αγγλική meatotomy < meatus (άνοιγμα που οδηγεί στο εσωτερικό του ανθρωπίνου σώματος) + -ο- + -τομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεατοτομή θηλυκό

  • (ιατρική) τομή στο σημείο που καταλήγει η ουρήθρα στο πέος, για αντιμετώπιση στενώματος ουρηθρικού στομίου

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία