μαϊτνέριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαϊτνέριο < η ονομασία αυτή δόθηκε προς τιμήν της αυστριακής πυρηνικού φυσικού Λίζε Μάιτνερ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαϊτνέριο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 109 και χημικό σύμβολο το Mt
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαϊτνέριο | τα | μαϊτνέρια |
γενική | του | μαϊτνέριου | των | μαϊτνέριων |
αιτιατική | το | μαϊτνέριο | τα | μαϊτνέρια |
κλητική | μαϊτνέριο | μαϊτνέρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μαϊτνέριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαϊτνέριο