μαχαλόμαγκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαχαλόμαγκας | οι | μαχαλόμαγκες |
γενική | του | μαχαλόμαγκα | των | μαχαλόμαγκων |
αιτιατική | τον | μαχαλόμαγκα | τους | μαχαλόμαγκες |
κλητική | μαχαλόμαγκα | μαχαλόμαγκες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαχαλόμαγκας αρσενικό
- (αργκό) ο μάγκας κάποιου δρόμου ή συνοικίας
- ⮡ οι μαχαλόμαγκες είχαν περιορισμένο τόπο δράσης, εκεί που τους έπαιρνε, και δεν ήταν ευρύτερα αναγνωρισμένοι ως μάγκες.
- ※ Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη, τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι. (Από το τραγούδι «Ο μαχαλόμαγκας» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαχαλόμαγκας
|