Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαυρόχωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μαυρόχωμα
τα
μαυροχώμα
τ
α
γενική
του
μαυροχώμα
τ
ος
των
μαυροχωμά
τ
ων
αιτιατική
το
μαυρόχωμα
τα
μαυροχώμα
τ
α
κλητική
μαυρόχωμα
μαυροχώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαυρόχωμα
<
μαύρο
+
χώμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαυρόχωμα
ουδέτερο
το χώμα στο οποίο έχουν αποσυντεθεί ακατέργαστες οργανικές ύλες, όπως π.χ. φύλλα και καρπούς δέντρων ή κοπριά ζώων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυρόχωμα
αγγλικά
:
humus
(en)