Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυρόχωμα τα μαυροχώματα
      γενική του μαυροχώματος των μαυροχωμάτων
    αιτιατική το μαυρόχωμα τα μαυροχώματα
     κλητική μαυρόχωμα μαυροχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυρόχωμα < μαύρο + χώμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυρόχωμα ουδέτερο

  • το χώμα στο οποίο έχουν αποσυντεθεί ακατέργαστες οργανικές ύλες, όπως π.χ. φύλλα και καρπούς δέντρων ή κοπριά ζώων

  Μεταφράσεις επεξεργασία