Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυροφορούσα οι μαυροφορούσες
      γενική της μαυροφορούσας
    αιτιατική τη μαυροφορούσα τις μαυροφορούσες
     κλητική μαυροφορούσα μαυροφορούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυροφορούσα < μαυροφορώ + -ούσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυροφορούσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία