Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαυροφόρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μαυροφόρ
α
οι
μαυροφόρ
ες
γενική
της
μαυροφόρ
ας
των
μαυροφόρ
ων
αιτιατική
τη
μαυροφόρ
α
τις
μαυροφόρ
ες
κλητική
μαυροφόρ
α
μαυροφόρ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαυροφόρα
<
μαυροφόρος
+
-α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαυροφόρα
θηλυκό
θηλυκό
του
μαυροφόρος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μαυροφορούσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυροφόρα