ματοτσίνορο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.toˈt͡si.no.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐το‐τσί‐νο‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ματοτσίνορο ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) βλεφαρίδα
- άλλες μορφές: τσίνορο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ματοτσίνορο
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τσίνορο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ματοτσίνορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας