↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματοτσίνορο τα ματοτσίνορα
      γενική του ματοτσίνορου των ματοτσίνορων
    αιτιατική το ματοτσίνορο τα ματοτσίνορα
     κλητική ματοτσίνορο ματοτσίνορα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ματοτσίνορο < (μάτι) ματο- + τσινούρι [1] (> τσίνορο (και τσίνουρο)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.toˈt͡si.no.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐το‐τσί‐νο‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματοτσίνορο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσίνορο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ματοτσίνορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας