τσινούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσινούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσινάριν < αρχαία ελληνική κύναρος (αγκαθωτός) με τσιτακισμό, (αγκάθι - κυνάρα, κινάρα· όπως αγκινάρα)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈnu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐νού‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσινούρι ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσινούρι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.