Δείτε επίσης: κινάρα

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνάρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυνάρα θηλυκό

  • θάμνος που καλλιεργείται για την κατανάλωση του ανθού του, η αγκινάρα

Άλλες μορφές

επεξεργασία