↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστροχαλαστής οι μαστροχαλαστές
      γενική του μαστροχαλαστή των μαστροχαλαστών
    αιτιατική τον μαστροχαλαστή τους μαστροχαλαστές
     κλητική μαστροχαλαστή μαστροχαλαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστροχαλαστής < μάστορας + χαλαστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστροχαλαστής αρσενικό (πληθυντικός μαστροχαλαστές)

  • κακός τεχνίτης, που αντί να επιδιορθώνει χαλάει

Συνώνυμα

επεξεργασία
* μαστροχαλάστρας
* ατζαμής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία