Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαστογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαστογράφ
ος
οι
μαστογράφ
οι
γενική
του
μαστογράφ
ου
των
μαστογράφ
ων
αιτιατική
τον
μαστογράφ
ο
τους
μαστογράφ
ους
κλητική
μαστογράφ
ε
μαστογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαστογράφος
<
μαστός
+
γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαστογράφος
αρσενικό
(
ιατρική
)
μηχάνημα
με το οποίο γίνεται
μαστογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαστογράφος