Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστιχοκαλλιέργεια οι μαστιχοκαλλιέργειες
      γενική της μαστιχοκαλλιέργειας των μαστιχοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη μαστιχοκαλλιέργεια τις μαστιχοκαλλιέργειες
     κλητική μαστιχοκαλλιέργεια μαστιχοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστιχοκαλλιέργεια < μαστίχ(α) + -ο- + καλλιέργεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστιχοκαλλιέργεια θηλυκό

  • η καλλιέργεια μαστιχοδένδρων για την παραγωγή μαστίχας

  Μεταφράσεις επεξεργασία