μαστιχοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστιχοκαλλιέργεια < μαστίχ(α) + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστιχοκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια μαστιχοδένδρων για την παραγωγή μαστίχας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστιχοκαλλιέργεια
|