Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασκαράτα οι μασκαράτες
      γενική της μασκαράτας
    αιτιατική τη μασκαράτα τις μασκαράτες
     κλητική μασκαράτα μασκαράτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασκαράτα < μάλλον από την ιταλική mascarata

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μασκαράτα θηλυκό

  • η πομπή της γιορτής της Αποκριάς με τα άρματα και τους μασκαράδες, οι αποκριάτικες εκδηλώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία