μαρμαρόκολλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρμαρόκολλα < μαρμαρό- + -κόλλα από την ομοιότητα που έχουν τα σχέδια με το μάρμαρο και τη λέξη κόλλα (το φύλλο χαρτιού)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρμαρόκολλα θηλυκό
- είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται για εσώφυλλο ή στο κάλυμμα βιβλίου και έχει σχέδια παρόμοια με τα νερά του μάρμαρου ή γενικά χαοτικά σχέδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρμαρόκολλα
|
Πηγές
επεξεργασία- μαρμαρόκολλα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)