↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαρόκολλα οι μαρμαρόκολλες
      γενική της μαρμαρόκολλας
    αιτιατική τη μαρμαρόκολλα τις μαρμαρόκολλες
     κλητική μαρμαρόκολλα μαρμαρόκολλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Εσωτερικό τμήμα καλύμματος βιβλίου με μαρμαρόκολλα ως εσώφυλλο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρμαρόκολλα < μαρμαρό- + -κόλλα από την ομοιότητα που έχουν τα σχέδια με το μάρμαρο και τη λέξη κόλλα (το φύλλο χαρτιού)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρμαρόκολλα θηλυκό

  • είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται για εσώφυλλο ή στο κάλυμμα βιβλίου και έχει σχέδια παρόμοια με τα νερά του μάρμαρου ή γενικά χαοτικά σχέδια
    χρειάζεται παράθεμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία