Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαρινάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μαρινάρισμα
τα
μαριναρίσμα
τ
α
γενική
του
μαριναρίσμα
τ
ος
των
μαριναρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μαρινάρισμα
τα
μαριναρίσμα
τ
α
κλητική
μαρινάρισμα
μαριναρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαρινάρισμα
<
μαρινάρω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαρινάρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
μαρινάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαρινάρισμα
γαλλικά
:
macération
(fr)